καταϊστορίζω

καταϊστορίζω
καταϊστορίζω και καταϊστορῶ (Μ)
καλύπτω με ζωγραφιές, διακοσμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἱστορίζω (< ἵστωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”